- χλωροπροπιονιτρίλιο
- το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τού προπιονιτριλίου, που χρησιμοποιείται ευρέως ως ενδιάμεσο κατά την παραγωγή πολυμερών και φαρμακευτικών προϊόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloropropionitrile < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + propio[nique] (πρβλ. προπιονικός) + nitrile (πρβλ. νιτρίλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.